- χιονάτος
- -η, -ολευκός σαν το χιόνι, χιονόλευκος: Πέρασε τρέχοντας πάνω σε χιονάτο άλογο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιονάτος — η, ο / χιονάτος, η, ον, ΝΜ 1. λευκός σαν το χιόνι, χιονώδης (α. «κλαδιά και τρόπαια και φτερά χιονάτα», Παλαμ. β. «ἐβλάστησεν ἡ κόρη πανεύμορφος καὶ εὐθαλής, ὡραία, χιονάτη», Διγεν. Ακρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η Χιονάτη πασίγνωστη ηρωίδα παιδικών… … Dictionary of Greek
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κρυσταλλένιος — α, ο (Μ κρυσταλλένιος, α, ο) 1. αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο, κρυστάλλινος 2. διαυγής, διαφανής, λαμπρός 3. δροσερός, χιονάτος 4. κατασκευασμένος από κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + κατάλ. ένιος (πρβλ. βελουδ ένιος, μενεξεδ ένιος)] … Dictionary of Greek
νιφόεις — νοφόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ Αἴτνα», Πίνδ.) 2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. όεις (πρβλ … Dictionary of Greek
χιονικός — ή, όν, Α [χιών, χιόνος] 1. χιονάτος 2. κρυστάλλινος … Dictionary of Greek
χιονώδης — ες / χιονώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χιών, χιόνος] 1. γεμάτος χιόνια (α. «χιονώδης καιρός» β. «χειμὼν χιονώδης», Γεωπ. γ. «χιωνῶδες χωρίον», Πολυδ.) 2. όμοιος με χιόνι, χιονόλευκος, χιονάτος … Dictionary of Greek
χιόνεος — έα, ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α όμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδης («χιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.) αρχ. αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. εος (πρβλ. χρύσ εος)] … Dictionary of Greek
χιόνινος — η, ο / χιόνινος, ίνη, ον, ΝΜΑ χιονάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek